- ενδιαφέρομαι
- βλ. ενδιαφέρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδιαφέρομαι — ενδιαφέρομαι, ενδιαφέρθηκα βλ. πίν. 218 Σημειώσεις: ενδιαφέρομαι : η μτχ. ενεστώτα ενδιαφερόμενος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο και ουσιαστικό (→ αυτός που έχει ενδιαφέρον για κάτι, που τον αφορά άμεσα κάτι ή έχει ρόλο σε κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενδιαφέρομαι — βλ. ενδιαφέρω … Dictionary of Greek
εννοιάζομαι — και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι) 1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ 2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι μσν. Ι. (ενεργ. και μέσ.) (ἐ)γνοιάζω και (ἐ)γνοιάζομαι 1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι 2. σκέπτομαι ΙΙ. (μόν. το μέσ.) … Dictionary of Greek
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
αδιαφορώ — (Α ἀδιαφορῶ, έω) [ἀδιάφορος] είμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτι αρχ. 1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι 2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος … Dictionary of Greek
αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… … Dictionary of Greek
αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
αναμνιάζω — 1. θυμάμαι 2. υπενθυμίζω 3. φροντίζω, ενδιαφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμνίζω < ἀνέμνησα, αόρ. τού ρ. ἀναμιμνήσκω κατά το σχήμα κομίζω ἐκόμισα] … Dictionary of Greek
απομεριμνώ — ἀπομεριμνῶ ( άω) (Α) παύω να ενδιαφέρομαι για κάτι, αδιαφορώ μσν. 1. απαλλάσσομαι από τις μέριμνες 2. απαλλάσσομαι από τη βιοτική μέριμνα, ησυχάζω, πεθαίνω … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek